Κείμενο του κ. Παντελή Μ. Νιγδέλη, καθηγ. του Τομέα Αρχαίας Ελληνικής, Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του ΑΠΘ, δημοσιευμένο σε αφιέρωμα της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ το 2001
ΤΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΤΩN ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Του κ. ΠΑΝΤΕΛΗ Μ. ΝΙΓΔΕΛΗ
καθηγητή Αρχαίας Ελληνικής, Ρωµαϊκής,
Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του ΑΠΘΗ πρώιμη ιστορία των ελληνικών ημερολογίων καλύπτεται από σκοτάδι. Στα πρώτα
γραπτά μνημεία της ελληνικής γλώσσας, τις πινακίδες της Γραμμικής γραφής Β,
εντοπίζεται η λέξη meno (σε φωνητική μεταγραφή) που πρέπει να σημαίνει ότι οι μήνες
τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες την περίοδο αυτή ήταν σεληνιακοί. Σεληνιακοί
ήταν και οι μήνες στους οποίους αναφέρονται ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αλλά από τα έργα
τους δεν συνάγονται ούτε οι ονομασίες ούτε οι διαιρέσεις τους. Πότε ακριβώς και πώς
εισήγαγαν οι ελληνικές πόλεις το γνωστό από τις γραπτές πηγές της κλασικής εποχής
σεληνοηλιακό έτος με τους δώδεκα μήνες, παραμένει άγνωστο.Κλεψύδρα που χρησιμοποιούνταν στα δικαστήρια της αρχαίας Αθήνας για τη μέτρηση του χρόνου.
Δεξιά, παράσταση από λευκή λήκυθο του 5ου αι. π.Χ. που συσχετίζεται με την πρώτη μέρα των
Ανθεστηρίων (Δημοτικό Μουσείο, Ιένα)Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων. Πρόκειται για ένα
από τα σπουδαιότερα όργανα της αρχαίας
τεχνολογίας, το οποίο χρησίμευε πιθανότατα για
αστρονομικούς και ημερολογιακούς υπολογισμούς.
Βρέθηκε το 1900 από Συμιακούς σφουγγαράδες1/6Η βασική αρχή στην οποία στηρίζονται τα διάφορα ελληνικά ημερολόγια είναι ότι οι μήνες
έπρεπε να παρακολουθούν τις φάσεις της Σελήνης (συνοδικός μήνας που ισοδυναμεί με
29 ημέρες, 12 ώρες, 11 λεπτά και 2 δευτερόλεπτα) και το έτος την κίνηση του Ηλιου
(τροπικό έτος, που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπιά και 45 δεύτερα).
Αποτέλεσμα της αρχής αυτής ήταν όμως το σεληνιακό ημερολογιακό έτος να υστερεί του
τροπικού κατά 25 ημέρες περίπου. Τούτο είχε συνέπεια, με τη σειρά του, η ημερολογιακή
νέα Σελήνη (νουμηνία) να διαφέρει μερικές φορές ακόμη και αρκετές μέρες από την
αληθινή νέα Σελίνη (νουμηνία κατά Σελήνην). Σε ορισμένες περιπτώσεις η απόκλιση ήταν
μάλιστα τόσο μεγάλη, ώστε οι πόλεις αναγκάζονταν να χρονολογούν δημόσια έγγραφά
τους με δύο ημερομηνίες, δηλαδή με την ημερολογιακή και εκείνη που στηριζόταν στις
φάσεις της Σελήνης (π.χ. στην Αθήνα του 2ου αι. π.Χ.).
Προκειμένου να εναρμονίσουν τα δύο έτη, οι υπεύθυνοι για τη σύνταξη του ημερολογίου
άρχοντες προσέθεταν ή αφαιρούοαν ημέρες ή προσέθεταν εμβόλιμους μήνες περιοδικά (ή
μη), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μετακινούσαν ή ανέβαλλαν ορισμένες εορτές, ώστε να
μην αλλάζει η παραδοσιακή ημερομηνία τους. Για τους υπολογισμούς αυτούς
συμβουλεύονταν, χωρίς όμως να τις εφαρμόζουν ως νόμους του κράτους (για λόγους
πολιτικής σκοπιμότητας), διάφορες προτάσεις αστρονόμων με τις οποίες επιδιώκονταν να
εξισωθούν οι ημέρες του τροπικού με του σεληνιακού έτους μέσα σε μια συγκεκριμένη
περίοδο ετών (κύκλος ή περίοδος).
Η πρώτη από τις προτάσεις αυτές του Κλεόστρατου του Τενέδιου (6ος αι. π.Χ.)
διόρθωνε το σφάλμα σε έναν κύκλο οκτώ ετών (οκταετηρίς) που περιλάμβανε 2.922
ημέρες και 99 μήνες (τρεις από τους οποίους ήταν εμβόλιμοι στα 3ο, 5ο και 8ο έτη του
κύκλου). Η διαπίστωση ότι και η οκταετηρίδα υπολειπόταν σε σχέση με τη Σελήνη κατά 1
και 1/2 ημέρες (οι 99 σεληνιακοί μήνες ισοδυναμούσαν με 2.923 και 1/2 ημέρες), οδήγησε
τον περίφημο αστρονόμο Μέτωνα να εισηγηθεί το 432 π.Χ. τον κύκλο των 19 ετών
(εννεακαιδεκαετηρίς) που αποτελούνταν από 6.940 μέρες και 235 μήνες (συμπεριλαμβανομένων επτά εμβόλιμων μηνών). Προτάσεις διατύπωσαν αργότερα και άλλοι
αστρονόμοι, όπως λ.χ. ο Κάλλιπος ο Κυζικηνός (330/29 π.Χ.) που πρότεινε περίοδο 76
ετών.
Τα ελληνικά ημερολόγια, παρά το γεγονός ότι περιλάμβαναν όλα 12 μήνες, διέφεραν
μεταξύ τους ως προς τις ονομασίες, την διαδοχή και την διάρκετά τους και παρά τις
αντιστοιχίες τους δύσκολα συγχρονίζονταν μεταξύ τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η
έλλειψη συγχρονισμού είναι εντυπωσιακή.
Αρκεί να αναφέρουμε εδώ ένα παράδειγμα. Ο Βοιωτικός μήνας Πάναμος αντιστοιχεί κατά
κανόνα με τον Αθηναϊκό μήνα Μεταγειτνιώνα. Η μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) έγινε στις
27 του Πάναμου (κατά το Βοιωπκό ημερολόγιο) αλλά στις 4 του Βοηδρομιώνος (κατά το
Αθηναϊκό), πράγμα που σημαίνει ότι τη χρονιά εκείνη ο Αθηναϊκός μήνας άρχισε επτά
μέρες αργότερα από τον αντίστοιχό του Βοιωτικό.
Από τον μεγάλο αριθμό των ημερολογίων που γνωρίζουμε, ιδιαίτερο ενδιαφέρον
παρουσιάζουν δύο, το Αττικό και το Μακεδονικό.
Το (σεληνο-ηλιακό) Αττικό Ημερολόγιο είναι αυτό για το οποίο διαθέτουμε τις περισσότερες πληροφορίες. Περιλαμβάνει δώδεκα μήνες των 30 και 29 ημερών, στους οποίους
προσετίθετο μετά τον Ποσειδεώνα ένας εμβόλιμος μήνας (άγνωστο όμως κάθε πότε):
Εκατομβαιών, που άρχιζε την πρώτη νουμηνία της Σελήνης μετά το θερινό
ηλιοστάσιο στις 24 Ιουνίου
Μεταγειτνιών
Βοηδρομιών
Πυανεψιών
Μαιμακτηριών
Ποσειδεών2/6Γαμηλιών
Ανθεστηριών
Ελαφηβολιών
Μουνυχιών
Θαργηλιών και
Σκιροφοριών
Οι ημέρες δτακρίνονταν σε τρεις ομάδες (οι Αθηναίοι αλλά και οι Έλληνες γενικότερα δεν
γνώριζαν την εβδομάδα). Η ονομασία των ημερών του πρώτου τμήματος γινόταν με βάση
την ανατολή της Σελήνης (π.χ. η 3η ημέρα ονομαζόταν τρίτη ισταμένοϋ), του δευτέρου
τμήματος με τακτικά αριθμητικά συν το δέκα (π.χ. η 15η ημέρα ονομαζόταν πέμπτη επί
δέκα) και του τρίτου με βάση τη δύση της Σελήνης (π.χ. η 21η ημέρα δεκάτη φθίνοντος ή
δεκάτη μετ’ εικάδος).Το έθιμο της αιώρας, μέρος του διονυσιακού κύκλου.Ο σάτυρος κουνά μια ατθίδα κατά τα
Ανθεστήρια στον αττικό σκύφο του 5ου αιώνα π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Πρώην Αν. Βερολίνου)Επειδή το σεληνοηλιακό έτος, το έτος δηλαδή του επώνυμου άρχοντα, ήταν ασταθές ως
προς τη διάρκειά του, οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν για καθαρά πολιτικούς σκοπούς
(δημόσιες συναθροίσεις της εκκλησίας του δήμου, συνεδριάσεις της βουλής κ.λπ.) το
πρυτανικό έτος. Το έτος διαιρούνταν δηλαδή σε δέκα περιόδους, όσες και οι φυλές της
πόλης, που έπαιρναν το όνομά τους από την πρυτανεύουσα φυλή που ασκούσε την
προεδρία της βουλής (οι πρώτες τέσσερις φυλές πρυτάνευαν επί 36 ημέρες, οι υπόλοιπες
έξι επί 35, ενώ, όταν το έτος είχε εμβόλιμο μήνα, 39 και 38 ημέρες αντίστοιχα).3/6Εκτός από τα δύο αυτά έτη οι πολίτες χρησιμοποιούσαν και τον εποχικό τρόπο
υπολογισμού του χρόνου με τη βοήθεια του παραπήγματος, μιας διάταξης δηλαδή με
κινητά μέρη, που τους επέτρεπε να προσδιορίσουν κατά προσέγγιση την αντιστοιχία
ανάμεσα λ.χ. στις φάσεις της Σελήνης και τηv ημερομηνία του έτους του επώνυμου
άρχοντα.
Το Μακεδονικό Ημερολόγιο αποτελούνταν από 12 μήνες των τριάντα και είκοσι εννέα
ημερών, με την προσθήκη ενός εμβόλιμου κάθε δύο χρόνια (πρόκειται για τους Λίο, που
έπεφτε στις αρχές του φθινοπώρου, Απελλαίο, Αυδυναίο, Περίτιο, Λύστρο, Ξανθικό,
Αρτεμίσιο, Δαίσιο, Πάνημο, Λώο, Γοργοπαίο και Υπερβερεταίο - οι ημέρες είχαν απλά την
ονομασία των τακτικών αριθμητικών).
Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του έγκειται στο ότι ήταν το πιο διαδεδομένο Ελληνικό
ημερολόγιο, αφού χάρη στις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου χρησιμοποιήθηκε στις πόλεις
του βασιλείου των Σελευκιδών (Μ. Ασία) και την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο (εκεί όμως μόνο ως
το τέλος του 3ου αι. π.Χ. οπότε αντικαταστάθηκε από το Αιγυπτιακό, ενώ το ίδιο
εξακολούθησε να χρησιμοποιείται μόνον για τις επίσημες πράξεις).
Για τον προσδιορισμό των ετών οι ελληνικές πόλεις χρησιμοποιούσαν το χρονολογικό
σύστημα του επωνύμου άρχοντος: πρόκειται για έναν αιρετό αξιωματούχο που διέφερε
από πόλη σε πόλη (έτσι λ.χ. στην Αθήνα ονομαζόταν άρχων, στη Μίλητο στεφανηφόρος,
στην Αστυπάλαια δημιουργός κ.ο.κ.) με ενιαύσια θητεία.
Το όνομά του χρησιμοποιούνταν για τη χρονολόγηση όλων των επίσημων εγγράφων της
πόλης κατά τη διάρκεια ενός έτους. Οι πόλεις τηρούσαν αρχεία των επωνύμων τους τα
οποία μάλιστα δημοσιοποιούσαν σε επιγραφές (τέτοια αρχεία έχουν σωθεί λ.χ. σε
επιγραφές της Αθήνας, της Μιλήτου, της Θάσου).
Κατά την ελληνιστική εποχή εμφανίζονται νέα χρονολογικά συστήματα. Έτσι οι Ελληνικές
πόλεις των ελληνιστικών βασιλείων παράλληλα με τους επώνυμους άρχοντες
χρονολογούσαν τα διάφορα έγγραφά τους με το έτος της βασιλείας τού ηγεμονεύοντος
μονάρχη, όπως δηλαδή συμβαίνει με τα δημόσια έγγραφα που εξέδιδαν οι γραμματείες
των μοναρχών αυτών.
Ιδιαιτερότητα συνιστά η περίπτωση του Βασιλείου των Σελευκιδών, όπου υιοθετήθηκε
από όλες τις πόλεις της επικράτειας μια συνεχής χρονολογική περίοδος με αφετηρία το
312/1 π.Χ., το έτος δηλαδή που ο Σέλευκος о А', ο ιδρυτής της ομώνυμης δυναστείας,
κατέλαβε τη Βαβυλώνα και αναγορεύθηκε σατράπης.
'Οπως τα ημερολόγια, έτσι και τα χρονολογικά συστήματα των Ελλήνων δεν
συμφωνούσαν μεταξύ τους. Αυτός είναι ο λόγος που από την ελληνιστική εποχή
επιστήμονες και κυρίως ιστορικοί εισήγαγαν το σύστημα αρίθμησης με τις Ολυμπιάδες
(κύκλος τεσσάρων ετών) ως μέθοδο χρονολόγησης κοινά αποδεκτή από όλο τον ελληνικό
κόσμο. Η αρίθμηση με Ολυμπιάδες εισήχθη από τον Τίμαιο τον Ταυρομενίτη (4ος/3ος
αι. π.Χ.) ή τον Ερατοσθένη (3ος αι. π.Χ.).
Για το σκοπό αυτό συντάχθηκαν κατάλογοι ολυμπιονικών (τον πρώτο εξέδωσε ο σοφιστής
Ιππίας) που ενημερώνονταν και επανεκδίδονταν πολλές φορές, αν κρίνουμε λ.χ. από τον
κατάλογο των ολυμπιονικών των 249 πρώτων Ολυμπιάδων που δημοσιεύει στο Χρονικό
του ο Ευσέβιος Καισαρείας (3ος/4ος αι. μ.Χ.).4/6Από τα μέσα του Зου αι. п.Х. γενικεύεται η χρήση της χρονολόγησης με βάση τις Ολυμπιάδες.
Το 682 π.Χ. είναι το τρίτο έτος της 24ης Ολυμπιάδας (24, 3), και το 300 π.Χ. είναι το τέταρτο
έτος της 119ης Ολυμπιάδας (119, 4)Τομή στην ιστορία των ημερολογίων και των χρονολογικών συστημάτων που χρησιμοποίησαν οι Έλληνες στην αρχαιότητα συνιοτά, όπως θα ανέμενε άλλωστε κανείς, η περίοδος
της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Ανατολή. Ήδη μετά το 31 π.Χ. σε ορισμένες περιοχές οι επαρχιακές διοικήσεις, με εντολή προφανώς του Αυγούστου, προχώρησαν σε
μεταρρύθμιση και προσαρμογή των τοπικών ημερολογίων προς το Ιουλιανό, το οποίο
χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι από την 1η Ιανουαρίου του 45 π.Χ.
Η καλύτερα γνωστή περίπτωση μεταρρύθμισης είναι εκείνη του ημερολογίου της Ασίας,
της σημαντικότερης επαρχίας της ελληνόφωνης Ανατολής (δυτική Μ. Ασία). Με διάταγμα
του επαρχιακού διοικητή της Paulus Fabius Maximus τον Ιανουάριο του 9 π.Χ.
αντικαταστάθηκε το παλαιό (μακεδονικού τύπου) έτος της επαρχίας με ένα έτος 12 μηνών,
από τους οποίους επτά είχαν 31, τέσσερις 30 και ένας 28 ημέρες.
Η πρώτη ημέρα κάθε ελληνικού μήνα έπρεπε να συμπίπτει με την ένατη ημέρα πριν από
τις καλένδες του επόμενου μήνα του ρωμαϊκού ημερολογίου (ante diem IX Kalendas).
Τούτο οφειλόταν στο ότι ως αρχή του επίσημου έτους οριζόταν η ένατη ημέρα πριν από
τις καλένδες του Οκτωβρίου, γενέθλιος ημέρα του Αυγούστου. Εντύπωση προκαλούν τα
επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζεται η μεταρρύθμιση: πέρα από τη χρησιμότητά της
(πλείστην ευχρηστίαν τη επαρχία παρέξεσθαι), συνιστά την δέουσα τιμή που πρέπει να
αποδώσουν οι επαρχιώτες στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, η γενέθλια μέρα του οποίου
αποτελεί κατά τον Ρωμαίο διοικητή αρχή του βίου και της ζωής όλων των ανθρώπων.
Το νέο επίσημο ημερολόγιο εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό στην επαρχία, όπως
μπορούμε να συμπεράνουμε κυρίως από επιγραφικές αλλά και γραμματειακές πηγές
διπλά (δηλαδή με ελληνικό και ρωμαϊκό τρόπο) χρονολογημένες, ενώ μεσαιωνικοί κώδικες
με μηνολόγια (που ανάγονται στην ύστερη αυτοκρατορική εποχή) δείχνουν ότι εφαρμόστηκε και σε άλλες επαρχίες της Μ. Ασίας, όπως λ.χ. τη Βιθυνία.5/6Παρά την προσαρμογή των τοπικών ημερολογίων στο Ιουλιανό (κατά το σχήμα της
επαρχίας της Ασίας ή με άλλες παραλλαγές) ή την ευρεία χρήση (αυτούσιου) του
Ιουλιανού ημερολογίου στην Ανατολή ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 2ου και 3ου αι.
μ.Χ., η Ρώμη δεν υποχρέωσε όλες τις ελληνικές πόλεις να προσαρμόσουν ή πολύ
περισσότερο να αντικαταστήσουν τα ημερολόγιά τους. Επιγραφές των Σάρδεων (της Μ.
Ασίας) δείχνουν ότι σε ορισμένες περιοχές τα παλαιό ημερολόγια εξακολούθησαν’ να
συνυπάρχουν με το Ιουλιανό ώς και τα μέσα του 5ου αι. μ.Χ., για λόγους που συνδέονται
με ισχυρές τοπικές παραδόσεις.
Η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Ανατολή ήταν επόμενο να επηρεάσει και τα συστήματα
χρονολόγησης που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνες.
Ήδη από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. στην επαρχία της Μακεδονίας, την πρώτη ρωμαϊκή
επαρχία στην Ανατολή, υιοθετείται ως αφετηρία μιας νέας εποχής το έτος ίδρυσής της,
δηλ. το 148 π.Χ., που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εκεί ώς και τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ.
Έκτοτε σε διάφορες πόλεις και περιοχές της Ελλάδας, της Μ. Ασίας και της Συρίας οι
Έλληνες εισάγουν χρονολογικά συστήματα που έχουν διαφορετικές αφετηρίες, όπως λ.χ.
το έτος ίδρυσης της επαρχίας στην οποία ανήκαν ή κάποια σημαντικά για την πολιτική
ιστορία τους γεγονότα, όπως λ.χ. τη νίκη του Αύγουστου επί του Μάρκου Αντώνιου στο
Άκτιο το 31 μ.Χ. ή την επίσκεψη του Αδριανού στην Αθήνα το 126 μ.Χ.
Όπως δείχνει και μόνη η ποικιλία αυτών των συστημάτων, η εισαγωγή τους δεν θα πρέπει
ούτε μπορεί να αποδοθεί σε συγκεκριμένα μέτρα των ρωμαϊκών αρχών. Τούτο οφείλεται
προφανώς στη διάθεση των φιλορωμαϊκών ηγετικών παρατάξεων να επιβάλουν στις
πόλεις τους ως στοιχείο της συλλογικής μνήμης γεγονότα - σταθμούς των σχέσεών τους
με τη Ρώμη, εκφράζοντας έτσι την προσαρμογή τους στην κυριαρχία της.
Παράλληλα με τα συστήματα αυτά, οι Έλληνες εξακολουθούσαν ωστόσο να χρονολογούν
με επώνυμους άρχοντες, να μετρούν με Ολυμπιάδες, ενώ ορισμένες πόλεις της Μ. Ασίας
δεν έπαψαν να χρησιμοποιούν ακόμη και χρονολογήσεις της προηγούμενης περιόδου,
όπως τη σελευκιδική που ήταν σε χρήση ώς και τον 2ο αι. μ.Χ.Το κείμενο προέρχεται από ένθετο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του έτους 2001 με θέμα
"Χρόνος και χρονολόγια"6/6