Ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, σηματοδοτεί μια πρόθεση ανάδειξης της αρχιτεκτονικής δημιουργίας σαν κύριο εργαλείο από πλευράς κράτους για τη διαχείριση και την επίλυση σύγχρονων και καίριων προβλημάτων, στρατηγική απόφαση που απαιτεί θάρρος, ιδιαίτερα στις μέρες μας.
Ευάγγελος ΛυρούδιαςΑρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί
H διάθεση για δηµιουργική σύνθεση και διαµόρφωση νέων αρχιτεκτονικών προτύπων
καλλιεργείται αρχικά στα πανεπιστήµια και τις αρχιτεκτονικές σχολές. Σε επόµενο - “µετάπτυχιακό”- στάδιο, για να υπάρξει αρχιτεκτονική εξέλιξη, η ίδια διάθεση αναζητείται στην
κοινωνία, δηλαδή στην πολιτεία και τις διάφορες διοικητικές µορφές της. Καλή εκπαίδευση
συνεπώς από τις σχολές και στη συνέχεια “καθεστώς ίσων ευκαιριών” µέσα στα πλαίσια
µιας ευγενούς άµιλλας είναι το υπόβαθρο µιας κοινωνίας που έχει την ωριµότητα να
δηµιουργεί και να εκφράζεται µε την αρχιτεκτονική.
Τα έργα των Αρχιτεκτόνων µεταφέρουν τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες της κοινωνίας και
δηµιουργούν την “κληρονοµιά” που θα περάσει στις επόµενες γενιές. Αυτό το γεγονός
θέτει ιδιαίτερο βάρος ευθύνης για την σύλληψη και τη διαχείριση του δοµηµένου
περιβάλλοντος και είναι εποµένως προς όφελος της κοινωνίας να εξασφαλιστεί ότι όσοι
‘’αρχιτεκτονούν’’, έχουν ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης ώστε να είναι σε
θέση να συναγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο, τη σύλληψη και την παραγωγή
αρχιτεκτονικού έργου.
Κύκνειο άσµα της απελθούσας υπουργού Τίνας Μπιρµπίλη ήταν η θέσπιση του «Νέου
Πλαισίου διενέργειας των Αρχιτεκτονικών ∆ιαγωνισµών» (ΦΕΚ T2 1427/16/6/2011) µε το
οποίο πραγµατοποιείται ένα πολύ µεγάλο βήµα στην κατεύθυνση της εξασφάλισης των
προδιαγραφών παραγωγής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, χώρα όπου “παραδόξως”
αναµένεται έως και σήµερα η διασφάλιση εκ µέρους της Ελληνικής Πολιτείας πως οι
Αρχιτέκτονες και µόνον αυτοί “για λόγους δηµοσίου συµφέροντος” θα ασκούν
Αρχιτεκτονική. Ειδική µνεία βεβαίως οφείλεται στον θετικό ρόλο της Μαρίας Καλτσά,
Γ. Γραµµατέως του υπουργείου, Αρχιτέκτονος, της οποίας δηµιούργηµα µπορεί να
θεωρηθεί το νέο πλαίσιο των ∆ιαγωνισµών.
Ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισµός, σηµατοδοτεί µια πρόθεση ανάδειξης της
αρχιτεκτονικής δηµιουργίας σαν κύριο εργαλείο από πλευράς κράτους για τη διαχείριση
και την επίλυση σύγχρονων και καίριων προβληµάτων, στρατηγική απόφαση που απαιτεί
θάρρος, ιδιαίτερα στις µέρες µας. Μετά από την αδυναµία του εγχώριου θεσµού των
διαγωνισµών να ανταποκριθεί επί σειρά ετών στα σύγχρονα κριτήρια και τις διεθνείς
προδιαγραφές, το πρώτο βήµα µε το νέο πλαίσιο πραγµατοποιήθηκε.
Αλλάζει η πόλη των Αθηνών γιατί αλλάζει η κοινωνία και οι ανάγκες των κατοίκων της
Αθήνας, µέσα σε ένα σκηνικό παγκόσµιων αναταράξεων και ιστορικών µεταβολών. Το
ζητούµενο είναι ποιος είναι ο προσανατολισµός µας και οι πολιτικές µας για την
Αρχιτεκτονική στην Αθήνα.Τι σηµαίνει σήµερα, και πώς εφαρµόζεται η προστασία του ιστορικού κέντρου και της
αρχιτεκτονικής κληρονοµιάς, πώς παράγεται αρχιτεκτονική για τη διατήρηση αλλά και τη
διαχείριση ελεύθερων χώρων, ποια είναι η αρχιτεκτονική απάντηση στην τάση
σχηµατοποίησης κάθε είδους «γκέτο» στην καρδιά του κέντρου;
Σε µια δύσκολη περίοδο για όλους µας, περίοδο κρίσης και κριτικής των θεσµών και των
πολιτικών αυτής της χώρας, ένας αρχιτεκτονικός διαγωνισµός που θα πραγµατεύεται τα
παραπάνω ερωτήµατα, θα εξέπεµπε ένα σαφές µήνυµα: πως οφείλουµε επιτέλους να
δούµε την Αρχιτεκτονική ως µια νέα ευκαιρία αναγέννησης.
Βρισκόµαστε µπροστά σε ένα λευκό χαρτί και σχεδιάζουµε την διάδοση και τις πολιτικές
για την Αρχιτεκτονική υπό το πνεύµα µιας νέας εκκίνησης. Θεσµοθετηµένοι φορείς για την
προστασία και τη διάδοση της Αρχιτεκτονικής υφίστανται µεν, όµως µέσα σε τοπίο
αµήχανο δε, εντός του οποίου σήµερα διεκδικείται περισσότερο από ποτέ η δυναµική
παρουσία της Αρχιτεκτονικής στο δοµηµένο περιβάλλον.
Ουσιαστικός διάλογος των αρχιτεκτόνων µε την πολιτεία και την κοινωνία νοείται κατ’
αρχήν µέσω των αρχιτεκτονικών διαγωνισµών. Η αρχιτεκτονική δεν είναι τέχνη λόγου και
κριτικής ούτε βεβαίως πολιτικός σχεδιασµός. Είναι η ανεικονική κορύφωση, όπου το
αντικείµενό είναι το ίδιο το πράγµα και όχι ένας ζωγραφικός πίνακας ή ένα περίτεχνο
σχέδιο ή ένα κείµενο.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, βασική προϋπόθεση για έναν επιτυχηµένο διαγωνισµό
αποτελεί ένα ειλικρινές κάλεσµα–πρόσκληση για παραγωγή συγκεκριµένων
αρχιτεκτονικών προτάσεων αφενός, επακολουθούµενο από µία δίκαιη κρίση αφετέρου. Αν
ο αγωνοθέτης αλλά και οι εν ισχύ θεσµοί, εξασφαλίζουν τα παραπάνω, τότε οι
διαγωνιζόµενοι προβάλλονται, υπό το πρίσµα της ελεύθερης δηµιουργικής σκέψης και της
ανταλλαγής ιδεών και τεχνογνωσίας, το οποίο είναι ζητούµενο από τους αρχιτέκτονες που
επιζητούν αµφίδροµη εξέλιξη ελληνικής αρχιτεκτονικής- κοινωνίας εδώ και πολλά χρόνια.
Τα βασικά κριτήρια ανάγνωσης, κριτικής και σύγκρισης των αρχιτεκτονικών προτάσεων
που αφορούν έναν διαγωνισµό µε αναφορά στο δηµόσιο χώρο της πόλης είναι αρκετά και
σύνθετα. Μέσα σε µία πρόταση διαγωνισµού αναζητείται κατ’ αρχάς και πριν από όλα ένα
όραµα για την πόλη και κρίνεται η δυναµικότητα και η σαφήνεια µε την οποία αυτό
υποστηρίζεται µε αρχιτεκτονικούς όρους.
Παράλληλα ανιχνεύεται µέσα από τις διάφορες συνθετικές χειρονοµίες η σχέση της
αρχιτεκτονικής πρότασης µε το υπάρχον πνεύµα εποχής (zeitgeist) και το κατά πόσον
αυτή αφουγκράζεται τις πραγµατικές ανάγκες της κοινωνίας. Θα ήταν αφελές επίσης
σήµερα να µην αποτελεί βασική παράµετρο διαµόρφωσης µιας πρότασης ο συνδυασµός
του βιοκλιµατικού σχεδιασµού µε τεχνολογία αιχµής που αποδεικνύει τη διαρκή ύπαρξη
δηµιουργικών αναζητήσεων συγκερασµού τέχνης και επιστήµης εκ µέρους του
αρχιτέκτονα.
Η «κατασκευασιµότητα» µιας πρότασης, εκφρασµένη κυρίως µέσα από τη σχεδιαστική
αρτιότητα και την επάρκεια της αρχιτεκτονικής πληροφορίας, είναι µια εξίσου σηµαντική
παράµετρος, η οποία στα ελληνικά δεδοµένα έχει δυστυχώς– παραδοσιακάυποβαθµιστεί εννοιολογικά και σηµειολογικά σε κριτήριο αισθητικά κενό, µε αναφορά στη
νοµική έγκριση «κατασκευής» από το κράτος-εργοδότη, ενώ αντιθέτως αποτελεί βασικό
κριτήριο επιτυχούς επικοινωνίας και εφαρµογής ακόµα και της πιο ριζοσπαστικής
αρχιτεκτονικής σύλληψης.Τέλος, η ανάπλαση δηµοσίου χώρου οφείλει να είναι η αρχιτεκτονική έκφραση του
επιπέδου πολιτισµικής εξέλιξης µιας κοινωνίας. Αυτή εν τέλει, γίνεται διακριτή όχι τόσο
από τη διάθεση πρακτικής επίλυσης χωροθετικών και λειτουργικών προβληµάτων, αλλά
από τη διακριτική εισχώρηση της παιδικότητας, της αυθεντικής δηλαδή έκφρασης του
ονείρου και του φαντασιακού στο αστικό τοπίο, µέσα από λεπτοφυείς επιλογές κλιµάκων,
χρωµάτων και υλικών που αναδεικνύουν την ευαισθησία και τη συναισθηµατική
νοηµοσύνη στη σχέση του - κάθε- κατοίκου µε το σύγχρονο του αστικό πολιτισµό.
Είναι ώριµη στιγµή η για τη διενέργεια αρχιτεκτονικών διαγωνισµών που αφορούν το
δηµόσιο χώρο σε µητροπολιτικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο. Είναι η ώρα η έννοια του
αστικού πολιτισµού να αποτελέσει ζητούµενο για το σχεδιασµό όχι µόνο της Αθήνας αλλά
του συνόλου των ελληνικών αστικών κέντρων και να ενδυναµωθεί θεσµικά η παρουσία
αρχιτεκτονικών προτάσεων για την επίλυση κοινωνικών και πολιτισµικών ζητηµάτων στην
περιφέρεια που τώρα εµφανίζονται κρισιµότερα παρά ποτέ.∆ηµοσιεύθηκε στο περιοδικό